χαρμάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρμάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική harman < περσική خرمن (xarman)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρμάνης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) (αργκό) ο εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες που για καιρό δεν έχει κάνει χρήση τους
- Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί, πάω για να φουμάρω / μες στον τεκέ του Σάλωνα π’ έχει το φίνο μαύρο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Χαρμάνης)
- (λαϊκότροπο) ο θεριακλής καπνιστής που για ώρες δεν έχει καπνίσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαρμάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρμάνης
|