Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρμάνης οι χαρμάνηδες
      γενική του χαρμάνη των χαρμάνηδων
    αιτιατική τον χαρμάνη τους χαρμάνηδες
     κλητική χαρμάνη χαρμάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρμάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική harman < περσική خرمن (xarman)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρμάνης αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) (αργκό) ο εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες που για καιρό δεν έχει κάνει χρήση τους
    Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί, πάω για να φουμάρω / μες στον τεκέ του Σάλωνα π’ έχει το φίνο μαύρο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Χαρμάνης)
  2. (λαϊκότροπο) ο θεριακλής καπνιστής που για ώρες δεν έχει καπνίσει

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία