φουμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική fumare + -ω[1] (< λατινική fumare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος fumo < fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós: καπνός)
Ρήμα
επεξεργασίαφουμάρω
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φουμάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας