Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουμέρνω < φουμάρω + -έρνω

  Ρήμα επεξεργασία

φουμέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία