φούμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φούμα | οι | φούμες |
γενική | της | φούμας | — | |
αιτιατική | τη | φούμα | τις | φούμες |
κλητική | φούμα | φούμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούμα < φουμ(άρω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούμα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, αργκό) κάπνισμα (τσιγάρου ή χασίς)
- ※ Και φούμα φούμα στα βοτσαλάκια / αγίους έβλεπα και αγγελάκια. / Και φούμα φούμα στη Φρεαττύδα / ότι μ’ αγάπαγες, άπιστη, είδα. (Και φούμα φούμα, στίχοι: Πυθαγόρας, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, εκτέλεση: Τάκης Μπίνης, 1996)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φουμάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φούμα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φούμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φούμο