φουμαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουμαδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική fumador < ιταλική fumare < λατινική fumare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος fumo < fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós (καπνός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφουμαδόρος αρσενικό (θηλυκό: φουμαδόρισσα)
- (λαϊκότροπο) (αργκό) αυτός που φουμάρει πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φουμαδόρος
|