φουμαδόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουμαδόρισσα < φουμαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφουμαδόρισσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, αργκό) θηλυκό του φουμαδόρος· αυτή που φουμάρει πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουμαδόρος
φουμαδόρισσα
|