↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουμαδόρισσα οι φουμαδόρισσες
      γενική της φουμαδόρισσας
    αιτιατική τη φουμαδόρισσα τις φουμαδόρισσες
     κλητική φουμαδόρισσα φουμαδόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουμαδόρισσα < φουμαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουμαδόρισσα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουμαδόρος