χαρμάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρμάνα | ||
γενική | της | χαρμάνας | ||
αιτιατική | τη | χαρμάνα | ||
κλητική | χαρμάνα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρμάνα θηλυκό
- (αργκό) στέρηση που προέρχεται από έλλειψη ναρκωτικών
- ※ Τι να ζηλέψει μια ευχή απ’ την παραμυθία
και τον χρησμό τον πλανερό απ’ την Πυθεία;
Τι να ζηλέψει η γαλήνη απ’ τη χαρμάνα
κι ο αυλός ο μαγικός απ’ τη ροκάνα;
Καλά περνάω σου λέω και του λόγου μου
μοιράζω ακόμα απ’ το απόθεμα του χρόνου μου
πασχίζω να ονειρεύομαι, τραβολογιέμαι, καίγομαι
νέτα σκέτα την σκαπούλαρα και χαίρομαι.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Τι να ζηλέψουμε;, (2008) Active Member, στίχοι και σύνθεση: Active Member, album: Απ΄ της φτιάξης μας τα λάθια.
- ※ Τι να ζηλέψει μια ευχή απ’ την παραμυθία
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρμάνα
|