πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοφόρος η φωτοφόρος
& φωτοφόρα
το φωτοφόρο
      γενική του φωτοφόρου της φωτοφόρου
& φωτοφόρας
του φωτοφόρου
    αιτιατική τον φωτοφόρο τη φωτοφόρο
& φωτοφόρα
το φωτοφόρο
     κλητική φωτοφόρε φωτοφόρε
& φωτοφόρα
φωτοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοφόροι οι φωτοφόροι
& φωτοφόρες
τα φωτοφόρα
      γενική των φωτοφόρων των φωτοφόρων των φωτοφόρων
    αιτιατική τους φωτοφόρους τις φωτοφόρους
& φωτοφόρες
τα φωτοφόρα
     κλητική φωτοφόροι φωτοφόροι
& φωτοφόρες
φωτοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

φωτοφόρος, -ος/-α, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φωτοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φωτοφόρος τὸ φωτοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς φωτοφόρου τοῦ φωτοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ φωτοφόρ τῷ φωτοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν φωτοφόρον τὸ φωτοφόρον
     κλητική ! φωτοφόρε φωτοφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φωτοφόροι τὰ φωτοφόρ
      γενική τῶν φωτοφόρων τῶν φωτοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς φωτοφόροις τοῖς φωτοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φωτοφόρους τὰ φωτοφόρ
     κλητική ! φωτοφόροι φωτοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φωτοφόρω τὼ φωτοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν φωτοφόροιν τοῖν φωτοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοφόρος < φωτ(ός) + -ο- + -φόρος

φωτοφόρος, -ος, -ον