Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοφόρος η φωτοφόρος
φωτοφόρα
το φωτοφόρο
      γενική του φωτοφόρου της φωτοφόρου
φωτοφόρας
του φωτοφόρου
    αιτιατική τον φωτοφόρο τη φωτοφόρο
φωτοφόρα
το φωτοφόρο
     κλητική φωτοφόρε φωτοφόρε
φωτοφόρα
φωτοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοφόροι οι φωτοφόροι
φωτοφόρες
τα φωτοφόρα
      γενική των φωτοφόρων των φωτοφόρων των φωτοφόρων
    αιτιατική τους φωτοφόρους τις φωτοφόρους
φωτοφόρες
τα φωτοφόρα
     κλητική φωτοφόροι φωτοφόροι
φωτοφόρες
φωτοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοφόρος < φωτ(ός) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

φωτοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φωτοφόρος τὸ φωτοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς φωτοφόρου τοῦ φωτοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ φωτοφόρ τῷ φωτοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν φωτοφόρον τὸ φωτοφόρον
     κλητική ! φωτοφόρε φωτοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φωτοφόροι τὰ φωτοφόρ
      γενική τῶν φωτοφόρων τῶν φωτοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς φωτοφόροις τοῖς φωτοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φωτοφόρους τὰ φωτοφόρ
     κλητική ! φωτοφόροι φωτοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φωτοφόρω τὼ φωτοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν φωτοφόροιν τοῖν φωτοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοφόρος < φωτ(ός) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

φωτοφόρος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία