↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτευτός η φυτευτή το φυτευτό
      γενική του φυτευτού της φυτευτής του φυτευτού
    αιτιατική τον φυτευτό τη φυτευτή το φυτευτό
     κλητική φυτευτέ φυτευτή φυτευτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτευτοί οι φυτευτές τα φυτευτά
      γενική των φυτευτών των φυτευτών των φυτευτών
    αιτιατική τους φυτευτούς τις φυτευτές τα φυτευτά
     κλητική φυτευτοί φυτευτές φυτευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυτευτός < αρχαία ελληνική φυτευτός

  Επίθετο

επεξεργασία

φυτευτός

  1. φυτό που έχει φυτευτεί, σε αντιδιαστολή προς τα αυτοφυές
  2. (μεταφορικά) το τεχνητό, μη φυσικό, που μεταμοσχεύεται, τοποθετείται
    φυτευτά δόντια, μαλλιά φυτευτές βλεφαρίδες
  3. (μεταφορικά) που δεν ανήκει κάπου, που δε βρέθηκε εκεί με φυσικό, αποδεκτό τρόπο
    Ήρθε φυτευτός από τον υπουργό, χωρίς διαγωνισμούς, χωρίς προσόντα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία