Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυτευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Σύνθετα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φυτευτικ
ός
η
φυτευτικ
ή
το
φυτευτικ
ό
γενική
του
φυτευτικ
ού
της
φυτευτικ
ής
του
φυτευτικ
ού
αιτιατική
τον
φυτευτικ
ό
τη
φυτευτικ
ή
το
φυτευτικ
ό
κλητική
φυτευτικ
έ
φυτευτικ
ή
φυτευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φυτευτικ
οί
οι
φυτευτικ
ές
τα
φυτευτικ
ά
γενική
των
φυτευτικ
ών
των
φυτευτικ
ών
των
φυτευτικ
ών
αιτιατική
τους
φυτευτικ
ούς
τις
φυτευτικ
ές
τα
φυτευτικ
ά
κλητική
φυτευτικ
οί
φυτευτικ
ές
φυτευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυτευτικός
<
φυτεύω
Επίθετο
επεξεργασία
φυτευτικός
σχετικός με τη
φύτευση
ή με το
φύτεμα
Σύνθετα
επεξεργασία
εμφυτευτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
φυτεία
φυτεύω
φύω
φυτευτός
φυτικός
φυτεμένος
φυτό
φύτεμα
φύτευση
φυτευτής
φυτευτήρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυτευτικός