Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτεμένος η φυτεμένη το φυτεμένο
      γενική του φυτεμένου της φυτεμένης του φυτεμένου
    αιτιατική τον φυτεμένο τη φυτεμένη το φυτεμένο
     κλητική φυτεμένε φυτεμένη φυτεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτεμένοι οι φυτεμένες τα φυτεμένα
      γενική των φυτεμένων των φυτεμένων των φυτεμένων
    αιτιατική τους φυτεμένους τις φυτεμένες τα φυτεμένα
     κλητική φυτεμένοι φυτεμένες φυτεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου φυτεύω

  Μετοχή επεξεργασία

φυτεμένος, -η, -ο

  1. που έχει φυτευτεί, καλλιεργηθεί
    Περιβόλι φυτεμένο με λαχανικά
  2. (μεταφορικά) που έχει βυθιστεί, χωθεί κάπου
    Τον βρήκαν με μια σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία