φρύνος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φρύνος | οι | φρύνοι |
γενική | του | φρύνου | των | φρύνων |
αιτιατική | τον | φρύνο | τους | φρύνους |
κλητική | φρύνε | φρύνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φρύνος < αρχαία ελληνική φρῦνος
Ουσιαστικό Επεξεργασία
φρύνος αρσενικό
- (αμφίβιο) είδος βατράχου που ανήκει στην τάξη άνουρων (Anura) και στην οικογένειας των φρυνιδών
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- φρύνος στη Βικιπαίδεια