• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πρίνος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Παράγωγα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρίνος οι πρίνοι
      γενική του πρίνου των πρίνων
    αιτιατική τον πρίνο τους πρίνους
     κλητική πρίνε πρίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρίνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῖνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρίνος αρσενικό

  • (λόγιο, φυτό) το πουρνάρι

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • πρινάρι

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (τοπωνύμια)
    • Πρίνος
    • Πρίνα
    • Πρινές
    • Πρινιά
    • Πρινιάς
  • Πρινιώτης (πατριδωνυμικό)
  • Πρινιωτάκης (επώνυμο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πρίνος

→ δείτε τη λέξη πουρνάρι

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πρίνος&oldid=6388559"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Οκτωβρίου 2023, στις 12:26

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Οκτωβρίου 2023, στις 12:26.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας