Πρινιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πρινιάς | οι | Πρινιάδες |
γενική | του | Πρινιά | των | Πρινιάδων |
αιτιατική | τον | Πρινιά | τους | Πρινιάδες |
κλητική | Πρινιά | Πρινιάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πρινιάς < πρίν(ος) + -ιάς• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾiˈɲas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρι‐νιάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρινιάς αρσενικό