Δείτε επίσης: πρίνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
πρῖνος αἱ
οἱ
πρῖνοι
      γενική τῆς
τοῦ
πρίνου τῶν πρίνων
      δοτική τῇ
τῷ
πρίν ταῖς
τοῖς
πρίνοις
    αιτιατική τὴν
τὸν
πρῖνον τὰς
τοὺς
πρίνους
     κλητική ! πρῖνε πρῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρίνω
γεν-δοτ τοῖν  πρίνοιν
Διπλογενές: θηλυκό ή αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρῖνος < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν μεσογειακό δάνειο (όπως και το τοπωνύμιο Πρίνασσος).[1][2] Κατά τον Beekes,[3] συγγενές με την πρωτοσλαβική *brinъ (το δέντρο λάριξ). Η γαελική prenn (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷer-) σχετίζεται με το πρέμνον, επίσης άγνωστης ετυμολογίας. Απίθανη η συσχέτιση με το ρήμα πρίω.[4]
πρῖνος > μεσαιωνικά ελληνικά: πρινάριον, νέα ελληνική: πρίνος, πουρνάρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρῖνος θηλυκό (& αρσενικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  4. Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα. 

  Πηγές επεξεργασία