sapo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sapo | sapoj |
αιτιατική | sapon | sapojn |
sapo (eo)
- το σαπούνι
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsapo (es) αρσενικό
- το φρύνος