φρῦνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φρῦνος | οἱ | φρῦνοι |
γενική | τοῦ | φρύνου | τῶν | φρύνων |
δοτική | τῷ | φρύνῳ | τοῖς | φρύνοις |
αιτιατική | τὸν | φρῦνον | τοὺς | φρύνους |
κλητική ὦ! | φρῦνε | φρῦνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φρύνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρῦνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (καστανός, καφετής). Συγγενή: λέξεις για καφετιά ή κοκκινωπά ζώα όπως η λατινική fiber (κάστορας), η πρωτογερμανική *bebruz> αγγλική beaver [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρῦνος, -ου αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φρύνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φρῦνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρῦνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.