φουνταριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φουνταριστός, -ή, -ό
- που έχει φουντάρει, που έχει καταβυθιστεί απότομα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ το καράβι πήγε φουνταριστό και μαζί του χάθηκαν τόσες και τόσες ψυχές
- (μεταφορικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ η δικαστική απόφαση βγήκε, και πήγε φουνταριστή στη φυλακή
Αντώνυμα επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- φουνταριστός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου φουνταριστός, μεταφορικά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουνταριστός αρσενικό (θηλυκό φουνταριστή)
- (αθλητισμός, υδατοσφαίριση) θέση παίκτη στο πόλο, επιθετικός
- ↪ Αναδείχτηκε κορυφαίος φουνταριστός για την εθνική ομάδα ανδρών υδατοσφαίρισης, ενώ η Χ, κορυφαία φουνταριστή για την εθνική ομάδα γυναικών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουνταριστός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λήγουν σε -φουνταριστος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές επεξεργασία
- «φουνταριστός, -ή, -ό» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ΣτΕ: Ως επίθετο, αλλά με ορισμό μόνον για το πόλο