Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουνταριστός η φουνταριστή το φουνταριστό
      γενική του φουνταριστού της φουνταριστής του φουνταριστού
    αιτιατική τον φουνταριστό τη φουνταριστή το φουνταριστό
     κλητική φουνταριστέ φουνταριστή φουνταριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουνταριστοί οι φουνταριστές τα φουνταριστά
      γενική των φουνταριστών των φουνταριστών των φουνταριστών
    αιτιατική τους φουνταριστούς τις φουνταριστές τα φουνταριστά
     κλητική φουνταριστοί φουνταριστές φουνταριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
φουνταριστός < φουντάρω) φουνταρισ- + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

φουνταριστός, -ή, -ό

  1. που έχει φουντάρει, που έχει καταβυθιστεί απότομα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    το καράβι πήγε φουνταριστό και μαζί του χάθηκαν τόσες και τόσες ψυχές
  2. (μεταφορικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    η δικαστική απόφαση βγήκε, και πήγε φουνταριστή στη φυλακή

Αντώνυμα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουνταριστός οι φουνταριστοί
      γενική του φουνταριστού των φουνταριστών
    αιτιατική τον φουνταριστό τους φουνταριστούς
     κλητική φουνταριστέ φουνταριστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φουνταριστός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου φουνταριστός, μεταφορικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουνταριστός αρσενικό (θηλυκό φουνταριστή)

  • (αθλητισμός, υδατοσφαίριση) θέση παίκτη στο πόλο, επιθετικός
    Αναδείχτηκε κορυφαίος φουνταριστός για την εθνική ομάδα ανδρών υδατοσφαίρισης, ενώ η Χ, κορυφαία φουνταριστή για την εθνική ομάδα γυναικών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήγουν σε -φουνταριστος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

  Πηγές επεξεργασία

  • «φουνταριστός, -ή, -ό» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    ΣτΕ: Ως επίθετο, αλλά με ορισμό μόνον για το πόλο