Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλαμανδικός η φλαμανδική το φλαμανδικό
      γενική του φλαμανδικού της φλαμανδικής του φλαμανδικού
    αιτιατική τον φλαμανδικό τη φλαμανδική το φλαμανδικό
     κλητική φλαμανδικέ φλαμανδική φλαμανδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλαμανδικοί οι φλαμανδικές τα φλαμανδικά
      γενική των φλαμανδικών των φλαμανδικών των φλαμανδικών
    αιτιατική τους φλαμανδικούς τις φλαμανδικές τα φλαμανδικά
     κλητική φλαμανδικοί φλαμανδικές φλαμανδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλαμανδικός < Φλαμανδ(ός) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fla.man.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλα‐μαν‐δι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

φλαμανδικός -ή -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία