Άντρας με φαβορίτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαβορίτα οι φαβορίτες
      γενική της φαβορίτας των (φαβοριτών)
    αιτιατική τη φαβορίτα τις φαβορίτες
     κλητική φαβορίτα φαβορίτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαβορίτα < (άμεσο δάνειο) βενετική favorite[1]< ιταλική favorire < favore < λατινική favor < faveo < πρωτοϊταλική *fawēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰh₂u-eh₁- (ευνοώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαβορίτα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία