υποδόριος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1869
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pɔ.ˈðɔ.ɾi.ɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.pɔ.ˈðɔ.ɾi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.pɔ.ˈðɔ.ɾi.ɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υποδόριος, -α, -ο
- που βρίσκεται κάτω από το δέρμα
- υποδόριος ιστός
- υποδόριο τσιπ
- που γίνεται κάτω από το δέρμα
- υποδόρια ένεση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποδόριος