υποδορίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποδορίως < υποδόρι(ος) + -ως μαρτυρείται από το 1888 ὑποδορίως [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.ðoˈɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δο‐ρί‐ως
- τονικό παρώνυμο: υποδόριος
Επίρρημα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 105, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου