υποβολιμαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβολιμαία < υποβολιμαίος + -α < αρχαία ελληνική ὑποβολιμαῖος < ὑποβολή < ὑποβάλλω < ὑπό + βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷl̥-ne-h₁- < *gʷelH- (βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.vo.liˈme.a/
Επίρρημα
επεξεργασίαυποβολιμαία
- (λόγιο) με υποβολιμαίο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- υποβολιμαίος
- → δείτε τις λέξεις υποβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποβολιμαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυποβολιμαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποβολιμαίος