υπερατλαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερατλαντικός < υπερ- + ατλαντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transatlantique[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.tlan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρα‐τλα‐ντι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαυπερατλαντικός, -ή, -ό
- που διασχίζει τον Ατλαντικό Ωκεανό
- που προέρχεται από, ή κατευθύνεται προς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού
- ⮡ υπερατλαντικά ταξίδια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερατλαντικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπερατλαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας