υαλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υαλοειδής | η | υαλοειδής | το | υαλοειδές |
γενική | του | υαλοειδούς* | της | υαλοειδούς | του | υαλοειδούς |
αιτιατική | τον | υαλοειδή | την | υαλοειδή | το | υαλοειδές |
κλητική | υαλοειδή(ς) | υαλοειδής | υαλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υαλοειδείς | οι | υαλοειδείς | τα | υαλοειδή |
γενική | των | υαλοειδών | των | υαλοειδών | των | υαλοειδών |
αιτιατική | τους | υαλοειδείς | τις | υαλοειδείς | τα | υαλοειδή |
κλητική | υαλοειδείς | υαλοειδείς | υαλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υαλοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑαλοειδής
Επίθετο
επεξεργασίαυαλοειδής, -ής, -ές
- (λόγιο) που είναι σαν γυαλί, που μοιάζει με γυαλί
- άλλες μορφές: υαλώδης
- (ουσιαστικοποιημένο) υαλοειδές: (ανατομία, οφθαλμολογία) το μέρος του οφθαλμού που βρίσκεται ανάμεσα στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στον κρυσταλλοειδή φακό
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδοϋαλοειδικός
- → δείτε τις λέξεις ύαλος και είδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υαλώδης
|