Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοϋαλοειδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοϋαλοειδικ
ός
η
ενδοϋαλοειδικ
ή
το
ενδοϋαλοειδικ
ό
γενική
του
ενδοϋαλοειδικ
ού
της
ενδοϋαλοειδικ
ής
του
ενδοϋαλοειδικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοϋαλοειδικ
ό
την
ενδοϋαλοειδικ
ή
το
ενδοϋαλοειδικ
ό
κλητική
ενδοϋαλοειδικ
έ
ενδοϋαλοειδικ
ή
ενδοϋαλοειδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοϋαλοειδικ
οί
οι
ενδοϋαλοειδικ
ές
τα
ενδοϋαλοειδικ
ά
γενική
των
ενδοϋαλοειδικ
ών
των
ενδοϋαλοειδικ
ών
των
ενδοϋαλοειδικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοϋαλοειδικ
ούς
τις
ενδοϋαλοειδικ
ές
τα
ενδοϋαλοειδικ
ά
κλητική
ενδοϋαλοειδικ
οί
ενδοϋαλοειδικ
ές
ενδοϋαλοειδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοϋαλοειδικός
<
ενδο-
+
υαλοειδής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοϋαλοειδικός
(
ανατομία
,
οφθαλμολογία
) που γίνεται
μέσα
στο
υαλοειδές
τμήμα
του
οφθαλμού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υαλοειδής
και
γυαλί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοϋαλοειδικός
αγγλικά
:
intravitreale
(en)