αμφιβληστροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμφιβληστροειδής | η | αμφιβληστροειδής | το | αμφιβληστροειδές |
γενική | του | αμφιβληστροειδούς* | της | αμφιβληστροειδούς | του | αμφιβληστροειδούς |
αιτιατική | τον | αμφιβληστροειδή | την | αμφιβληστροειδή | το | αμφιβληστροειδές |
κλητική | αμφιβληστροειδή(ς) | αμφιβληστροειδής | αμφιβληστροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμφιβληστροειδείς | οι | αμφιβληστροειδείς | τα | αμφιβληστροειδή |
γενική | των | αμφιβληστροειδών | των | αμφιβληστροειδών | των | αμφιβληστροειδών |
αιτιατική | τους | αμφιβληστροειδείς | τις | αμφιβληστροειδείς | τα | αμφιβληστροειδή |
κλητική | αμφιβληστροειδείς | αμφιβληστροειδείς | αμφιβληστροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφιβληστροειδής < (ελληνιστική κοινή) ἀμφιβληστροειδής (όμοιος με δίχτυ) < ἀμφίβληστρον + -ειδής. Πρόθημα αμφι-
Επίθετο
επεξεργασίααμφιβληστροειδής -ής -ές
- χρησιμοποιείται στον όρο αμφιβληστροειδής χιτώνας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφιβληστροειδής αρσενικό
- ο αμφιβληστροειδής χιτώνας: ένας από τους τρεις χιτώνες που περιβάλλουν το μάτι· βρίσκεται στο πίσω μέρος του οφθαλμού και είναι ευαίσθητος στο φως
- πολλοί παρομοιάζουν τον αμφιβληστροειδή με το φιλμ της φωτογραφικής μηχανής: καταγράφει τα οπτικά ερεθίσματα που μεταδίδονται μέσω του οπτικού νεύρου στον εγκέφαλο
- αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφιβληστροειδής
→ δείτε τη λέξη αμφιβληστροειδής χιτώνας |