χοριοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χοριοειδής | η | χοριοειδής | το | χοριοειδές |
γενική | του | χοριοειδούς* | της | χοριοειδούς | του | χοριοειδούς |
αιτιατική | τον | χοριοειδή | τη | χοριοειδή | το | χοριοειδές |
κλητική | χοριοειδή(ς) | χοριοειδής | χοριοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χοριοειδείς | οι | χοριοειδείς | τα | χοριοειδή |
γενική | των | χοριοειδών | των | χοριοειδών | των | χοριοειδών |
αιτιατική | τους | χοριοειδείς | τις | χοριοειδείς | τα | χοριοειδή |
κλητική | χοριοειδείς | χοριοειδείς | χοριοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοριοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χοριοειδής[1] < χόριον + εἶδος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xo.ɾi.o.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρι‐ο‐η‐δής
Επίθετο επεξεργασία
χοριοειδής,-ής, -ές
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοριοειδής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χοριοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χοριοειδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοριοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.