↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χόριον τὰ χόρι
      γενική τοῦ χορίου τῶν χορίων
      δοτική τῷ χορί τοῖς χορίοις
    αιτιατική τὸ χόριον τὰ χόρι
     κλητική ! χόριον χόρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χορίω
γεν-δοτ τοῖν  χορίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χόριον < αβέβαιης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χόριον ουδέτερο

  1. (στον πληθυντικό, γαστρονομία) → δείτε τη λέξη χόρια (στον Αριστοφάνη)
  2. (ελληνιστική σημασία : ανατομία)
    1. ο πλακούντας, ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο
    2. η μεμβράνη που περιβάλλει το αυγό
    3. ο υμένας, ο χιτώνας που περιβάλλει και προστατεύει το μάτι

Συγγενικά

επεξεργασία