χόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χόριο | τα | χόρια |
γενική | του | χορίου & χόριου |
των | χορίων |
αιτιατική | το | χόριο | τα | χόρια |
κλητική | χόριο | χόρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χόριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χόριον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χόριο ουδέτερο
- (ανατομία) η βασική στιβάδα του δέρματος, κάτω από την επιδερμίδα
- (ανατομία) ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χόριο
|