τραβεστί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραβεστί < (λόγιο δάνειο) γαλλική travesti[1], μετοχή του se travestir < ιταλική travestire (μεταμφιέζομαι) → και δείτε τις λατινικές λέξεις trans-, vestio και vestis. Αρχική σημασία της γαλλικής λέξης: αυτό που συμμετέχει σε γιορτή μεταμφιεσμένων. Μετά το 1913, η σύγχρονη σημασία.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.veˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐βε‐στί
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | τραβεστί | οι | τραβεστί |
γενική | του/της | τραβεστί | των | τραβεστί |
αιτιατική | τον/την | τραβεστί | τους/τις | τραβεστί |
κλητική | τραβεστί | τραβεστί | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
τραβεστί αρσενικό ή και θηλυκό άκλιτο[3]
- άτομο αρσενικού φύλου που ντύνεται με γυναικεία ρούχα
Συνώνυμα
- παρενδυτικός ομοφυλόφιλος
- τραβέλι (χυδαίο)
Επίθετο
τραβεστί άκλιτο
- (μεταφορικά) ο ψεύτικος, ο πλαστός, ο κίβδηλος, που μεταμφιέζεται (συνήθως για να αποκρύψει κάτι)
- ↪ οικονομία τραβεστί, τραβεστί βραβεία, τραβεστί γλώσσα
Μεταφράσεις
τραβεστί
|
Αναφορές
- ↑ τραβεστί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)