travesti
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- travesti < travestir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtravesti (fr)
- κάποιος που ντύνεται με ρούχα του άλλου φύλου, ο / η τραβεστί
- (παρωχημένο) μεταμφίεση
- ομοφυλόφιλος οποιουδήποτε φύλου
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | travesti | travestis |
θηλυκό | travestie | travesties |
travesti (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη travestir