↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρενδυτικός η παρενδυτική το παρενδυτικό
      γενική του παρενδυτικού της παρενδυτικής του παρενδυτικού
    αιτιατική τον παρενδυτικό την παρενδυτική το παρενδυτικό
     κλητική παρενδυτικέ παρενδυτική παρενδυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρενδυτικοί οι παρενδυτικές τα παρενδυτικά
      γενική των παρενδυτικών των παρενδυτικών των παρενδυτικών
    αιτιατική τους παρενδυτικούς τις παρενδυτικές τα παρενδυτικά
     κλητική παρενδυτικοί παρενδυτικές παρενδυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

παρενδυτικός < παρ- + ένδυ(ση) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transvestite ή τη γαλλική travesti

  Επίθετο

παρενδυτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

  Μεταφράσεις