τορτίγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τορτίγια | οι | τορτίγιες |
γενική | της | τορτίγιας | — | |
αιτιατική | την | τορτίγια | τις | τορτίγιες |
κλητική | τορτίγια | τορτίγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τορτίγια < (άμεσο δάνειο) ισπανική tortilla
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toɾˈti.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τορ‐τί‐για
Ουσιαστικό
επεξεργασίατορτίγια θηλυκό
- (τρόφιμο, Μεξικό) επίπεδο στρογγυλό ψωμί από καλαμποκάλευρο ή αλεύρι
- ※ Οι φρεσκοψημένες τορτίγιες υπάρχουν παντού, από το πρωινό των ξενοδοχείων μέχρι τα εστιατόρια και τους μικρούς υπαίθριους πάγκους. (Βαγγέλης Δρίσκας, Μεξικάνικη κουζίνα: Η μεγάλη γιορτή των γεύσεων, εφημερίδα Έθνος, 11 Ιουλίου 2020)
- (τρόφιμο, Ισπανία) είδος ομελέτας που περιέχει πατάτες και κρεμμύδια
- ※ H ισπανική τορτίγια είναι δημοφιλής σε ολόκληρη την Ισπανία και συνήθως χρησιμεύει ως τάπας, μεζέ δηλαδή. (Ποια φαγητά να δοκιμάσετε αν ταξιδέψετε στην Ισπανία, tvxs.gr, 19 Μαρτίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τορτίγια
|