τζεμαέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζεμαέτι | τα | τζεμαέτια |
γενική | του | τζεμαετιού | των | τζεμαετιών |
αιτιατική | το | τζεμαέτι | τα | τζεμαέτια |
κλητική | τζεμαέτι | τζεμαέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζεμαέτι < τουρκική cemaat (κοινότητα, λαός, πλήθος, συνάθροιση) < αραβική جماعة (jamāʿa) (κοινότητα, λαός, πλήθος, συνάθροιση) < ρίζα ج م ع (j-m-ʿ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζεμαέτι ουδέτερο
- (παρωχημένο) λαός, πρόκριτοι
- ※ Τῶν Ὀθωμανῶν λοιπὸν ἀποκαμνόντων ἀπὸ τῶν τοιούτων κακώσεων, συνεκαλεῖτο τὸ τζεμαέτι (ὁ λαὸς ἢ οἱ πρόκριτοι) εἰς τὸν μεχκεμέ (δικαστήριον) παρόντων τοῦ τε Καδῆ καὶ τοῦ Μουσελίμη, προειδοποιεῖτο δὲ καὶ ὁ καπιτάνος διά τινος μεσίτου νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν Καδῆν, διὰ νὰ κάμῃ τὸ ἰταάτι (ὑποταγήν) καὶ νὰ λάβῃ τὸν μουρασελέ, ἀπόφασιν ἢ συναίνεσιν τῆς καπετανίας. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. ιʹ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζεμαέτι
|