Δείτε επίσης: ζεαμέτι, ζιαμέτι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζεμαέτι τα τζεμαέτια
      γενική του τζεμαετιού των τζεμαετιών
    αιτιατική το τζεμαέτι τα τζεμαέτια
     κλητική τζεμαέτι τζεμαέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζεμαέτι < τουρκική cemaat (κοινότητα, λαός, πλήθος, συνάθροιση) < αραβική جماعة (jamāʿa) (κοινότητα, λαός, πλήθος, συνάθροιση) < ρίζα ج م ع‎ (j-m-ʿ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζεμαέτι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία