καπετανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπετανία < καπετάνιος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπετανία θηλυκό
- (παρωχημένο) η ιδιότητα ή το αξίωμα του καπετάνιου (αρχηγού αρματολών ή κλεφτών)
- ※ Τότε πλέον ἤρχιζε νὰ σκέπτηται περὶ τῆς προσφορᾶς τῆς παντουρίας, καπετανίας, εἰς τὸν ἄγριον τοῦτον ἀρματολόν, εἰς τὸν ὁποῖον, εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἀγρίαν ταύτην κατάστασιν, ἀπέδιδον τὸ ἐπώνυμον κλέπτης· ὅταν δὲ οὗτος ἐλάμβανε τὸν μουρασελέν, δικαστικὴν ἀπόφασιν, ἐλέγετο παντούρης ἢ καπιτάνος. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καπετανία
|