Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντούρης οι παντούρηδες
      γενική του παντούρη των παντούρηδων
    αιτιατική τον παντούρη τους παντούρηδες
     κλητική παντούρη παντούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντούρης < ουγγρική pandúr (αστυνομικός, αξιωματούχος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παντούρης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία