πανδούρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανδούρος < (άμεσο δάνειο) ουγγρική pandúr (αστυνομικός, αξιωματούχος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδούρος αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) ουγγροκροάτης ή ρουμάνος μισθοφόρος
- ⮡ Οι πανδούροι έδρασαν ως ιδιαίτερο σώμα στον αυστριακό στρατό κατά τον 18ο αι., διαβόητοι για τις ωμότητές τους και τις λεηλασίες.
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) φύλακας, ένοπλος
- → δείτε τη λέξη αρματολός
- ※ Ἐνίοτε δὲ οἱ ἀρχηγοὶ οὗτοι μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτοὺς στρατιωτῶν καταβαίνοντες εἰς τὰ χωρία τὰ πεδινὰ παρηνώχλουν τοὺς κατοίκους Ὀθωμανούς, καί, φέροντες κατ’ αὐτῶν τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον, κατέστρεφον πᾶν τὸ προστυχόν, ἠφάνιζον δὲ ἰδίᾳ τὰ μεγάλα κτήματα (τζιφλίκια) τῶν ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τῆς Ὀθωμανικῆς Κυβερνήσεως εὑρισκομένων ἰσχυρῶν Ὀθωμανῶν. Οὖτοι δέ, εἰς τὴν φωνὴν τῆς ἀνάγκης ὑπείκοντες, ἐμεσίτευον παρὰ τῇ ἐξουσίᾳ ὅπως, κηδομένη τοῦ συμφέροντος τῶν κατοίκων καὶ ἐκείνου τῆς δημοσίας ἀσφαλείας, γένῃ μερχαμέτι, νὰ λάβῃ δηλαδὴ πρόνοιαν διορίζουσα αὐτοὺς παντούρους, φύλακας, κοινότερον δὲ καπετάνους. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανδούρος
|