μερχαμέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερχαμέτι | τα | μερχαμέτια |
γενική | του | μερχαμετιού | των | μερχαμετιών |
αιτιατική | το | μερχαμέτι | τα | μερχαμέτια |
κλητική | μερχαμέτι | μερχαμέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερχαμέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική merhamet < αραβική مرحمة (marḥameten)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερχαμέτι ουδέτερο
- (παρωχημένο) συμπόνια, έλεος, κρίμα
- ※ Ἐνίοτε δὲ οἱ ἀρχηγοὶ οὗτοι μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτοὺς στρατιωτῶν καταβαίνοντες εἰς τὰ χωρία τὰ πεδινὰ παρηνώχλουν τοὺς κατοίκους Ὀθωμανούς, καί, φέροντες κατ’ αὐτῶν τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον, κατέστρεφον πᾶν τὸ προστυχόν, ἠφάνιζον δὲ ἰδίᾳ τὰ μεγάλα κτήματα (τζιφλίκια) τῶν ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τῆς Ὀθωμανικῆς Κυβερνήσεως εὑρισκομένων ἰσχυρῶν Ὀθωμανῶν. Οὖτοι δέ, εἰς τὴν φωνὴν τῆς ἀνάγκης ὑπείκοντες, ἐμεσίτευον παρὰ τῇ ἐξουσίᾳ ὅπως, κηδομένη τοῦ συμφέροντος τῶν κατοίκων καὶ ἐκείνου τῆς δημοσίας ἀσφαλείας, γένῃ μερχαμέτι, νὰ λάβῃ δηλαδὴ πρόνοιαν διορίζουσα αὐτοὺς παντούρους, φύλακας, κοινότερον δὲ καπετάνους. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)