μουσελίμης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσελίμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική müsellim + -ης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσελίμης αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιστορία) διοικητής μιας επαρχίας ή μικρής περιφέρειας, τοπάρχης, έπαρχος, τοποτηρητής
- ※ Εἰς τὰ Τρίκαλα ἐξακολουθεῖ νὰ δυναστεύῃ τοὺς κατοίκους ὁ τοῦ σελιχτάρη ἀνεψιὸς Μαχμοὺτ μπέης καὶ ὅτι τὸν παρὰ τοῦ τῆς Λαρίσης Μαχμοὺτ πασᾶ ἀπεσταλμένον μουσελίμην ἀπεδίωξεν. (Βακαλόπουλος Απόστολος, «Η Δυτική Θεσσαλία στα 1830», Τρικαλινά, 8 (1988) 132)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσελίμης
|