Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσελίμης οι μουσελίμηδες
      γενική του μουσελίμη των μουσελίμηδων
    αιτιατική τον μουσελίμη τους μουσελίμηδες
     κλητική μουσελίμη μουσελίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσελίμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική müsellim + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουσελίμης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία