müsellim
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- müsellim < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مسلم (müsellim) < αραβική مُسْلِم (muslim, μουσουλμάνος)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μουσελίμης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmüsellim (tr)
Πηγές
επεξεργασία- müsellim - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr