καϊμακάμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαϊμακάμης αρσενικό
- τίτλος ανώτερου αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία που διοικεί μια επαρχία ως αντιπρόσωπος του σουλτάνου ή της κεντρικής διοίκησης αντιστοίχως
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καϊμακάμης
|