μεχκεμές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεχκεμές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική محكمه (mahkeme, mehkeme, δικαστήριο) (τουρκική mahkeme) < αραβική مَحْكَمَة (maḥkama, δικαστήριο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεχκεμές αρσενικό
- (νομικός όρος, ιστορία, παρωχημένο, Οθωμανική Αυτοκρατορία) δικαστήριο
- ※ Τῶν Ὀθωμανῶν λοιπὸν ἀποκαμνόντων ἀπὸ τῶν τοιούτων κακώσεων, συνεκαλεῖτο τὸ τζεμαέτι (ὁ λαὸς ἢ οἱ πρόκριτοι) εἰς τὸν μεχκεμέ (δικαστήριον) παρόντων τοῦ τε Καδῆ καὶ τοῦ Μουσελίμη, προειδοποιεῖτο δὲ καὶ ὁ καπιτάνος διά τινος μεσίτου νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν Καδῆν, διὰ νὰ κάμῃ τὸ ἰταάτι (ὑποταγήν) καὶ νὰ λάβῃ τὸν μουρασελέ, ἀπόφασιν ἢ συναίνεσιν τῆς καπετανίας.
- (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τόμος 2, σελ. ιʹ @anemi)
- ※ Τῶν Ὀθωμανῶν λοιπὸν ἀποκαμνόντων ἀπὸ τῶν τοιούτων κακώσεων, συνεκαλεῖτο τὸ τζεμαέτι (ὁ λαὸς ἢ οἱ πρόκριτοι) εἰς τὸν μεχκεμέ (δικαστήριον) παρόντων τοῦ τε Καδῆ καὶ τοῦ Μουσελίμη, προειδοποιεῖτο δὲ καὶ ὁ καπιτάνος διά τινος μεσίτου νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν Καδῆν, διὰ νὰ κάμῃ τὸ ἰταάτι (ὑποταγήν) καὶ νὰ λάβῃ τὸν μουρασελέ, ἀπόφασιν ἢ συναίνεσιν τῆς καπετανίας.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεχκεμές
|
Πηγές επεξεργασία
- mahkeme - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν