Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεχκεμές οι μεχκεμέδες
      γενική του μεχκεμέ των μεχκεμέδων
    αιτιατική τον μεχκεμέ τους μεχκεμέδες
     κλητική μεχκεμέ μεχκεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεχκεμές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική محكمه (mahkeme, mehkeme, δικαστήριο) (τουρκική mahkeme) < αραβική مَحْكَمَة (maḥkama, δικαστήριο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεχκεμές αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία