ζιαμέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιαμέτι | τα | ζιαμέτια |
γενική | του | ζιαμετιού | των | ζιαμετιών |
αιτιατική | το | ζιαμέτι | τα | ζιαμέτια |
κλητική | ζιαμέτι | ζιαμέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζιαμέτι ουδέτερο
- (ιστορία) (παρωχημένο) έκταση γης (ή έσοδα από έκταση γης) που παραχωρούνταν από τον σουλτάνο σε κάποιον ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, ιδίως στον στρατιωτικό τομέα