Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τερμίτης οι τερμίτες
      γενική του τερμίτη των τερμιτών
    αιτιατική τον τερμίτη τους τερμίτες
     κλητική τερμίτη τερμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
εργάτης τερμίτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερμίτης < (άμεσο δάνειο) γαλλική termite < υστερολατινική termes < λατινική tarmes (σαράκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ter- (παράσιτο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teɾˈmi.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τερμίτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία