τερμιτόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατερμιτόφιλος, -η, -ο
- (εντομολογία) (για κάποια έντομα, τις σταφυλινίδες, είδος κολεόπτερου) που συνοικεί με τερμίτες στην τερμιτοφωλιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τερμιτοφιλία
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και φίλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερμιτόφιλος
|