↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερμιτόξενος η τερμιτόξενη το τερμιτόξενο
      γενική του τερμιτόξενου της τερμιτόξενης του τερμιτόξενου
    αιτιατική τον τερμιτόξενο την τερμιτόξενη το τερμιτόξενο
     κλητική τερμιτόξενε τερμιτόξενη τερμιτόξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερμιτόξενοι οι τερμιτόξενες τα τερμιτόξενα
      γενική των τερμιτόξενων των τερμιτόξενων των τερμιτόξενων
    αιτιατική τους τερμιτόξενους τις τερμιτόξενες τα τερμιτόξενα
     κλητική τερμιτόξενοι τερμιτόξενες τερμιτόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερμιτόξενος < τερμίτης + -ο- + ξένος

  Επίθετο

επεξεργασία

τερμιτόξενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία