τερμιτόξενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τερμιτόξενος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- τερμιτόξενα
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και ξένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερμιτόξενος
|
τερμιτόξενος, -η, -ο
|