Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τερμιτόξενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τερμιτόξεν
ος
η
τερμιτόξεν
η
το
τερμιτόξεν
ο
γενική
του
τερμιτόξεν
ου
της
τερμιτόξεν
ης
του
τερμιτόξεν
ου
αιτιατική
τον
τερμιτόξεν
ο
την
τερμιτόξεν
η
το
τερμιτόξεν
ο
κλητική
τερμιτόξεν
ε
τερμιτόξεν
η
τερμιτόξεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τερμιτόξεν
οι
οι
τερμιτόξεν
ες
τα
τερμιτόξεν
α
γενική
των
τερμιτόξεν
ων
των
τερμιτόξεν
ων
των
τερμιτόξεν
ων
αιτιατική
τους
τερμιτόξεν
ους
τις
τερμιτόξεν
ες
τα
τερμιτόξεν
α
κλητική
τερμιτόξεν
οι
τερμιτόξεν
ες
τερμιτόξεν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τερμιτόξενος
<
τερμίτης
+
-ο-
+
ξένος
Επίθετο
επεξεργασία
τερμιτόξενος, -η, -ο
(
εντομολογία
) ο
τερμιτόφιλος
Συγγενικά
επεξεργασία
τερμιτόξενα
→
δείτε
τις λέξεις
τερμίτης
και
ξένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τερμιτόξενος
→
δείτε
τη λέξη
τερμιτόφιλος