τερμιτοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τερμιτοφωλιά | οι | τερμιτοφωλιές |
γενική | της | τερμιτοφωλιάς | των | τερμιτοφωλιών |
αιτιατική | την | τερμιτοφωλιά | τις | τερμιτοφωλιές |
κλητική | τερμιτοφωλιά | τερμιτοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατερμιτοφωλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερμιτοφωλιά
|