termito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- termito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termito | termitoj |
αιτιατική | termiton | termitojn |
termito (eo)
- ο τερμίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termito | termitoj |
αιτιατική | termiton | termitojn |
termito (eo)