τερμιτοξενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατερμιτοξενία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- τερμιτόξενος
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και ξένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερμιτοξενία
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.